- καταβρεχτήρι
- το лейка
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
καταβρεχτήρι — το δοχείο με νερό για κατάβρεγμα: Κατάβρεξε την αυλή με το καταβρεχτήρι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καταβρεχτήρι — το φορητό δοχείο κατάλληλο για κατάβρεγμα ή για πότισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καταβρέχω + κατάλ. τήρι (πρβλ. κλαδευ τήρι, ξεσκονισ τήρι). Η λ. στον λόγιο πληθ. τ. καταβρεκτήρια μαρτυρείται από το 1884 στον Αν. Σούλη] … Dictionary of Greek
καταβρεκτήρι — το βλ. καταβρεχτήρι … Dictionary of Greek
καταβρεχτήρας — ο 1. το καταβρεχτήρι 2. όχημα με το οποίο καταβρέχουν τους δρόμους για να μη σηκώνεται σκόνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < καταβρέχω + κατάλ. τήρ(ας), (πρβλ. ανεμισ τήρας, οδοστρω τήρας). Η λ., στον λόγιο πληθ. τ. καταβρεκτήρες, μαρτυρείται από το 1893 στην… … Dictionary of Greek
λαντουριστήρι — το [λαντουρίζω] το καταβρεχτήρι … Dictionary of Greek
περιχυτήριον — τὸ, ΜΑ αγγείο για περίχυση νερού στα λουτρά, καταβρεχτήρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < περιχέω + επίθημα τήριον (πρβλ. βουλευ τήριον)] … Dictionary of Greek
ποτίστρα — η 1. γυναίκα που ποτίζει (αρσ. ποτιστής). 2. το μέρος όπου χύνεται το νερό ή όπου οδηγούνται τα ζώα να πιουν νερό. 3. ειδικά κατασκευασμένο δοχείο για πότισμα, καταβρεχτήρι, ποτιστήρι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ποτιστήρι — το ιού, δοχείο ειδικό για πότισμα, καταβρεχτήρι: Πότισε την αυλή με το ποτιστήρι της … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)